- σκληροτράχηλος
- -η, -οάκαμπτος, πείσμονας: Οι σκληροτράχηλοι Σουλιώτες αναγκάστηκαν τελικά να υποταχτούν στον Αλή πασά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκληροτράχηλος — stiff necked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτράχηλος — η, ο / σκληροτράχηλος, ον, ΝΜΑ 1. ισχυρογνώμονας, πείσμονας, ξεροκέφαλος νεοελλ. μτφ. α) άκαμπτος, ανυποχώρητος («σκληροτράχηλος αντίπαλος») β) ανθεκτικός στις κακουχίες, σκληραγωγημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + τράχηλος] … Dictionary of Greek
σκληροτράχηλον — σκληροτράχηλος stiff necked masc/fem acc sg σκληροτράχηλος stiff necked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτραχήλοις — σκληροτράχηλος stiff necked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτραχήλου — σκληροτράχηλος stiff necked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτραχήλους — σκληροτράχηλος stiff necked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτραχήλων — σκληροτράχηλος stiff necked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτράχηλοι — σκληροτράχηλος stiff necked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροτραχηλώ — έω, Α [σκληροτράχηλος] (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) είμαι σκληροτράχηλος … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek